- εναλλως
- ἐνάλλωςἐν-άλλωςобратно, наоборот Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐνάλλως — ἔναλλος changed adverbial ἔναλλος changed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναλλος — ἔναλλος, ον (AM) διαφορετικός, αλλαγμένος στο αντίθετο, αντίστροφος, ανεστραμμένος («πάντα δ ἔναλλα γένοιτο», Θεόκρ.). επίρρ... ἐνάλλως αλλιώς, διαφορετικά … Dictionary of Greek